- ασυναγώνιστος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν μπορεί να τον συναγωνιστεί κανείς: Οι τιμές του καταστήματός μας είναι ασυναγώνιστες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ασυναγώνιστος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται εκτός συναγωνισμού, ο ακαταγώνιστος 2. (για τιμές εμπορευμάτων) ο υπερβολικά χαμηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συναγωνίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Ανέστη Κωνσταντινίδη] … Dictionary of Greek
ακαθυπερτέρητος — ἀκαθυπερτέρητος, ον (Α) [καθυπερτερῶ] ανυπέρβλητος, ασυναγώνιστος … Dictionary of Greek
αμίμητος — η, ο (Α ἀμίμητος, ον) 1. αυτός, τον οποίο δεν μιμήθηκε ή δεν μπορεί να μιμηθεί κανείς 2. ανυπέρβλητος, ασυναγώνιστος, άφθαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μιμητός < μιμοῦμαι. ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμιμητόβιος] … Dictionary of Greek
αναμίλλητος — ἀναμίλλητος, ον (ΑΜ) [ἁμιλλῶμαι] αδιαφιλονίκητος, ασυναγώνιστος … Dictionary of Greek
ανανταγώνιστος — η, ο (Α ἀνανταγώνιστος, ον) αυτός, με τον οποίο δεν μπορεί κανείς να ανταγωνιστεί, ασυναγώνιστος, ασύγκριτος, ανυπέρβλητος, ακαταμάχητος αρχ. 1. ο δίχως μάχη, δίχως αγώνα 2. αυτός, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να ανταγωνιστεί, ο αδιαφιλονίκητος 3 … Dictionary of Greek
αξεπέραστος — η, ο 1. (για πρόσωπα) εκείνος που δεν μπορεί κάποιος να τον ξεπεράσει, ανυπέρβλητος, ασυναγώνιστος 2. (για δύσκολες καταστάσεις) αυτή που δεν μπορεί κάποιος να ξεπεράσει, να υπερπηδήσει … Dictionary of Greek
ατάσθαλος — η, ο (AM ἀτάσθαλος, ον) απρεπής, ακόλαστος αρχ. αυθάδης, αλαζονικός, ανόσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά την επικρατούσα άποψη ο τ. αποτελεί πιθ. σύνθετο της λ. άτη. Δηλ. ατάσθαλος < άτας (αιτ. πληθ.) + θάλλων «αυτός που κάνει να αφθονούν… … Dictionary of Greek
συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… … Dictionary of Greek
υπεραθλητής — ο, Ν [αθλητής] ασυναγώνιστος αθλητής … Dictionary of Greek
Μπουσέ, Φρανσουά — (Francois Boucher, Παρίσι 1703 – 1770). Γάλλος ζωγράφος και χαράκτης, από τους κυριότερους εκπροσώπους του ροκοκό. Μαθήτευσε κοντά στον Λεμουάν, ύστερα στον χαράκτη Καρς και κατασκεύασε πολλά χαρακτικά αντίγραφα έργων του Βατό. Ταξίδεψε στην… … Dictionary of Greek